Συρακοσίους

Συρακοσίους
Συρᾱκοσίους , Συρακόσιος
a Syracusan
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μύρκος — μύρκος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Συρακοσίους) «ὁ καθόλου μὴ δυνάμενος λαλεῑν, ἐνεός, ἄφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνειο από τη Λατινική, πρβλ. λατ. murcus «ακρωτηριασμένος, χαλαρός», από όπου στη συνέχεια εντάχθηκε στα επίθ. που σημαίνουν… …   Dictionary of Greek

  • ξηροτήγανον — ξηροτήγανον, τὸ (Α) (στους Συρακοσίους) το τηγάνι …   Dictionary of Greek

  • πάς — (II) ὁ, Α (κυπρ. τ.) βλ. παις. (III) ὁ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) (στους Συρακοσίους) «πατήρ» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”